- πικρογέλαστος
- -η, -ο, Ναυτός που γελάει με κακία ή δηκτικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)*- + γελώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πικρογέλαστος — η, ο αυτός που γελά με πίκρα ή με κακία ή με διάθεση πειραχτική: Στου πικρογέλαστου τα χείλη χάραξε το γέλιο γεμάτο κακία (αντίθ. γλυκογέλαστος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek
πικρόγελος — η, ο βλ. πικρογέλαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)